- ισομετρία
- η (Α ἰσομετρία) [ισόμετρος]ισότητα μέτρου, ισότητα προς κάτι που λαμβάνεται ως μέτρο, ισότητα ενός πράγματος προς άλλο με βάση κάποιο μέτρο, συμμετρία, συμμετρικότητα, αναλογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισομετρία — η ισότητα ως προς κάποιο μέτρο, συμμετρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσομετρίαν — ἰσομετρίᾱν , ἰσομετρία equality of measure fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
ισομετρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισομετρία 2. συμμετρικός 3. φρ. α) φυσιολ. «ισομετρική συστολή» συστολή μυός κατά την οποία διατηρείται αμετάβλητο το μήκος του, αλλά αυξάνεται η τάση του β) (αρχ. μετρ.) «ισομετρικοί στίχοι» ή… … Dictionary of Greek
ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… … Dictionary of Greek
Изометрия — (греч. ίσομετρία равномерность, от ίσοζ равный и μετρέω мерить, измерять) соизмеримость отрезков стихотв. речи (стихов) на основе метрич. единства. В зависимости от системы стихосложения единицей соизмеримости стихов м. б. слог (силлабич.… … Российский гуманитарный энциклопедический словарь